- μύγδαλο
- τοβλ. αμύγδαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(α)μύγδαλο — το ο καρπός της αμυγδαλιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
μυγδαλίτζι — μυγδαλίτζι, τὸ (Μ) ο καρπός τής αμυγδαλιάς, το αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγδαλο + υποκορ. κατάλ. ίτζι] … Dictionary of Greek
migdal — MIGDÁL, migdali, s.m. Pom fructifer mediteranean, din familia rozaceelor, cu frunze lanceolate sau îngust ovale, cu flori albe sau trandafirii şi cu fructe comestibile (Amygdalus communis). – Din sl. migdalŭ. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007.… … Dicționar Român
μυγδαλωτός — ή, ό 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μύγδαλο: Μυγδαλωτό γλυκό. 2. αυτός που έχει το σχήμα του μύγδαλου: Μυγδαλωτά μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)